- πεταλουδίτσα
- η, Ν1. μικρή πεταλούδα2. χαριτωμένο κοριτσάκι3. φρ. «πεταλουδίτσα τής νύχτας» — νεαρή γυναίκα ελευθέριων ηθών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεταλουδίτσα — η μικρή πεταλούδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek
ψυχάρι — (I) το / ψυχάριον, ΝΜΑ, και ψυχάριν Μ νεοελλ. μτφ. προσφώνηση αγαπητού, χαϊδεμένου προσώπου («ψυχάρι μου») νεοελλ. μσν. ψυχοπαίδι, δούλος αρχ. ψυχούλα («ἐάν του σμικρὸν ᾖ τὸ ψυχάριον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. άρι, άριο(ν)].… … Dictionary of Greek
ψυχούλα — η, Ν [ψυχή] (υποκορ. τ. τού ψυχή) 1. μτφ. ευαίσθητη, τρυφερή ύπαρξη 2. μικρή πεταλούδα, πεταλουδίτσα … Dictionary of Greek
ψυχούλα — ψυχούλα, η και ψυχίτσα, η υποκορ. του ψυχή 1. τρυφερή ψυχή, τρυφερή ύπαρξη: Έλα, ψυχούλα μου! 2. πεταλουδίτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)